- ανιπτόπους
- ο (ΜΑ ἀνιπτόπους, -ουν)αυτός που έχει άπλυτα πόδια(νεοελλ.-μσν.) (στον πληθ. ως ουσ.) οι ανιπτόποδεςαιρετικοί μοναχοί που θεωρούσαν αγιότητα να παραμελούν την καθαριότητα και να μένουν άπλυτοι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνιπτόπους — with unwashen feet masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιπτόποδα — ἀνιπτόπους with unwashen feet neut nom/voc/acc pl ἀνιπτόπους with unwashen feet masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιπτοπόδων — ἀνιπτόπους with unwashen feet masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιπτόποδας — ἀνιπτόπους with unwashen feet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιπτόποδες — ἀνιπτόπους with unwashen feet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιπτόπου — ἀνιπτόπους with unwashen feet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek